- μηνιάζω
- (I)μηνιάζω (Μ)βλ. μηναιάζω.————————(II)μηνιάζω (Α)μηνιώ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μηνιασταί — Μηνιασταί, οί (Α) αυτοί που λατρεύουν την ανατολική θεότητα Μην. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μήν πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρήματος *μηνιάζω «λατρεύω τον Μήνα»] … Dictionary of Greek
μηνίζω — (Α) (δ. γρφ.) βλ. μηνίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιάζω ή μηνίω, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
μηναιάζω — και μηνιάζω (Μ) προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
μηνιαστής — μηνιαστής, ὁ (ΑΜ) [μηνιάζω] αυτός που συνηθίζει να οργίζεται έντονα … Dictionary of Greek